φωνάεις

φωνάεις
φων-άεις,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωνάεις — εσσα, εν, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις …   Dictionary of Greek

  • φωνήεις — και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. φωνῆς, ῆντος, Α 1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.) 2. (για λόγο) καθαρός, σαφής 3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”